Ομαλός στα ουγγρικά
Μετάφραση: ομαλός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szerzetes, sima, egyszerű, síkság, sík, plain
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ομαλός
ομαλός λειχήνας, ομαλός πίνακας, ομαλός θηβών, ομαλός αιγάλεω, ομαλός κρητικό κέντρο, ομαλός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ομαλός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ομίχλη στα ουγγρικά - köd, ködben, ködlámpa, ködbe, a köd
- ομαλά στα ουγγρικά - simán, szabályosan, egyenletesen, általában, rendszerint, rendes körülmények, rendesen, ...
- ομελέτα στα ουγγρικά - omlett, omlettet, omelette, omlettel
- ομιλία στα ουγγρικά - társalgás, becsületszó, beszédtárgy, csevegés, beszédtéma, beszéd, beszédet, ...
Τυχαίες λέξεις
Ομαλός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: szerzetes, sima, egyszerű, síkság, sík, plain
Μεταφράσεις: szerzetes, sima, egyszerű, síkság, sík, plain