Παράπηγμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: παράπηγμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hokje, kraam, stand, cabine, booth
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παράπηγμα
παράπηγμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, παράπηγμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- παράνομος στα ολλανδικά - onwettig, illegaal, onrechtmatig, illegale, onwettige
- παράξενος στα ολλανδικά - onwennig, vreemd, wonderlijk, eigenaardig, gek, verdachte, exotisch, ...
- παράπονο στα ολλανδικά - tenlastelegging, beschuldiging, aandoening, aanklacht, telastlegging, beklag, klacht, ...
- παράρτημα στα ολλανδικά - lidmaat, bijlage, lid, aanhangsel, appendix, bijgebouw, dependance, ...
Τυχαίες λέξεις
Παράπηγμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: hokje, kraam, stand, cabine, booth
Μεταφράσεις: hokje, kraam, stand, cabine, booth