Παράπηγμα στα σουηδικά
Μετάφραση: παράπηγμα, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hytt, monter, montern, båset, bås, booth
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παράπηγμα
παράπηγμα λεξικό γλώσσας σουηδικά, παράπηγμα στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- παράνομος στα σουηδικά - olaglig, olagliga, illegala, olagligt, illegal
- παράξενος στα σουηδικά - egendomlig, underlig, besynnerlig, udda, konstig, egen, sällsam, ...
- παράπονο στα σουηδικά - klagomål, klagomålet, anmärkning, anmärkningen, klagomål som
- παράρτημα στα σουηδικά - tillbehör, Bilaga, bilagan, i bilaga, av bilaga, annex
Τυχαίες λέξεις
Παράπηγμα στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: hytt, monter, montern, båset, bås, booth
Μεταφράσεις: hytt, monter, montern, båset, bås, booth