Πετυχαίνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: πετυχαίνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
klaarspelen, slagen, doorkomen, te slagen, succes, lukt, succesvol
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πετυχαίνω
πετυχαίνω τουσ στόχουσ μου, πετυχαίνω κλιση, πετυχαίνω τη συμφωνία, πετυχαίνω μεταφραση, πετυχαίνω συνώνυμα, πετυχαίνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πετυχαίνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πετσετάκι στα ολλανδικά - servet, onderleggertje, doily, kleedje, dekservet
- πετσοκόβω στα ολλανδικά - afkraken, houwen, hakken, hack, houwer, truc
- πετυχημένος στα ολλανδικά - geslaagd, succesvolle, succesvol, succes, geslaagde
- πετώ στα ολλανδικά - smijten, aaien, aanhalen, gooi, strelen, uitspelen, gooien, ...
Τυχαίες λέξεις
Πετυχαίνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: klaarspelen, slagen, doorkomen, te slagen, succes, lukt, succesvol
Μεταφράσεις: klaarspelen, slagen, doorkomen, te slagen, succes, lukt, succesvol