Ρυθμιστής στα ολλανδικά
Μετάφραση: ρυθμιστής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
regelaar, regulateur, regulator, toezichthouder, regelgever
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρυθμιστής
ρυθμιστής πίεσης βενζίνης, ρυθμιστής φόρτισης, ρυθμιστής φόρτισης 12v, ρυθμιστής τάσης, ρυθμιστής φόρτισης mppt, ρυθμιστής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ρυθμιστής στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ρυάκι στα ολλανδικά - beek, stroom, kreek, huidig, loop, waterloop, stroming, ...
- ρυθμίζω στα ολλανδικά - adapteren, afstemmen, aanpassen, bijstellen, stellen, verstellen, regelen
- ρυθμός στα ολλανδικά - stappen, schrijden, lopen, stap, tred, voetstap, treden, ...
- ρυμουλκώ στα ολλανδικά - slepen, trekken, sleeptouw, sleep, tow
Τυχαίες λέξεις
Ρυθμιστής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: regelaar, regulateur, regulator, toezichthouder, regelgever
Μεταφράσεις: regelaar, regulateur, regulator, toezichthouder, regelgever