Συμπόνια στα ολλανδικά

Μετάφραση: συμπόνια, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
medelijden, erbarmen, mededogen, medeleven, compassie, barmhartigheid
Συμπόνια στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπόνια

συμπόνια κανενός, συμπόνια συνώνυμο, συμπόνια συνώνυμα, συμπόνια και την κοινωνική συμβίωση, συμπόνια ή συμπόνια, συμπόνια λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμπόνια στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συμπυκνωμένος στα ολλανδικά - compact, dicht, geconcentreerde, geconcentreerd, concentreerde, gericht, concentreren
  • συμπυκνώνω στα ολλανδικά - inkoken, neer, neerkomen, herleiden, laten inkoken
  • συμπόσιο στα ολλανδικά - banket, smulpartij, festijn, feestmaal, feest, gelag, symposium, ...
  • συμπύκνωση στα ολλανδικά - condensatie, condens, condensvorming, condenswater, condensatieproducten
Τυχαίες λέξεις
Συμπόνια στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: medelijden, erbarmen, mededogen, medeleven, compassie, barmhartigheid