Συμπόνια στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συμπόνια, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
piedade, compaixão, a compaixão, compassion, da compaixão
Συμπόνια στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμπόνια

συμπόνια κανενός, συμπόνια συνώνυμο, συμπόνια συνώνυμα, συμπόνια και την κοινωνική συμβίωση, συμπόνια ή συμπόνια, συμπόνια λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συμπόνια στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συμπυκνωμένος στα πορτογαλικά - compacto, denso, cerrado, concentrado, concentrada, concentrados, concentrou, ...
  • συμπυκνώνω στα πορτογαλικά - condensar, concentrar, resumir, resumem, se resumem
  • συμπόσιο στα πορτογαλικά - receio, temer, ágape, banquete, medo, recear, festa, ...
  • συμπύκνωση στα πορτογαλικά - condensação, de condensação, a condensação, condensação de, condensa�o
Τυχαίες λέξεις
Συμπόνια στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: piedade, compaixão, a compaixão, compassion, da compaixão