Συμφορά στα ολλανδικά

Μετάφραση: συμφορά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
treurspel, ramp, catastrofe, plaag, tragedie, onheil, rampen, calamiteit, rampspoed, calamiteiten
Συμφορά στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμφορά

συμφορά ατυχήματα με τα ρούχα σε live εκπομπη με πρωταγωνιστές διάσημους, συμφορά english, συμφορά από το πολύ μυαλό, συμφορά από το πολύ μυαλό υπόθεση, συμφορά συνώνυμα, συμφορά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συμφορά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συμφιλιώνομαι στα ολλανδικά - symfilionomai
  • συμφιλιώνω στα ολλανδικά - verzoenen, te verzoenen, combineren, elkaar te verzoenen, verenigen
  • συμφωνία στα ολλανδικά - goedvinden, symfonie, afspraak, overeenkomst, toestemmen, toegeven, akkoord, ...
  • συμφωνώ στα ολλανδικά - corresponderen, toegeven, afbeelden, vertegenwoordigen, bedingen, overeenstemmen, goedvinden, ...
Τυχαίες λέξεις
Συμφορά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: treurspel, ramp, catastrofe, plaag, tragedie, onheil, rampen, calamiteit, rampspoed, calamiteiten