Συμφορά στα ισλανδικά

Μετάφραση: συμφορά, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
böl, áfall, ógæfu, glötun
Συμφορά στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συμφορά

συμφορά ατυχήματα με τα ρούχα σε live εκπομπη με πρωταγωνιστές διάσημους, συμφορά english, συμφορά από το πολύ μυαλό, συμφορά από το πολύ μυαλό υπόθεση, συμφορά συνώνυμα, συμφορά λεξικό γλώσσας ισλανδικά, συμφορά στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • συμφιλιώνομαι στα ισλανδικά - symfilionomai
  • συμφιλιώνω στα ισλανδικά - sætta, samræma, að samræma, að sætta, sátt
  • συμφωνία στα ισλανδικά - samkomulag, sáttmál, sátt, samningur, Samningurinn, samningi, samkomulagi
  • συμφωνώ στα ισλανδικά - samþykkja, sammála, samþykkir, sammála um, eru sammála
Τυχαίες λέξεις
Συμφορά στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: böl, áfall, ógæfu, glötun