Συνεργάσιμος στα ολλανδικά

Μετάφραση: συνεργάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
coöperatieve, coöperatie, coöperatief, samenwerking, samenwerkingsactiviteiten
Συνεργάσιμος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεργάσιμος

συνεργάσιμος στα αγγλικά, συνεργάσιμος δανειολήπτης, συνεργάσιμος μετάφραση, συνεργάσιμος english, συνεργάσιμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συνεργάσιμος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • συνεπώς στα ολλανδικά - zodoende, dus, bijgevolg, dientengevolge, derhalve, daarom
  • συνεργάζομαι στα ολλανδικά - meewerken, samenwerken, samen, samen te werken, samenwerking, werken
  • συνεργάτης στα ολλανδικά - inzender, bijdrager, bijdrage, medewerker, geschreven
  • συνεργασία στα ολλανδικά - samenwerking, medewerking, de samenwerking
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάσιμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: coöperatieve, coöperatie, coöperatief, samenwerking, samenwerkingsactiviteiten