Συνεργάσιμος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: συνεργάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cooperativo, cooperativa, cooperação, de cooperação, cooperativas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συνεργάσιμος
συνεργάσιμος στα αγγλικά, συνεργάσιμος δανειολήπτης, συνεργάσιμος μετάφραση, συνεργάσιμος english, συνεργάσιμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συνεργάσιμος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- συνεπώς στα πορτογαλικά - consequentemente, conseqüentemente, por conseguinte
- συνεργάζομαι στα πορτογαλικά - cooperar, coopere, colaborar, colaboram, colaboração, colabore, colaborem
- συνεργάτης στα πορτογαλικά - contribuidor, contribuinte, colaborador, membro, contribuidor de
- συνεργασία στα πορτογαλικά - cooperação, a cooperação, colaboração, de cooperação, da cooperação
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάσιμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: cooperativo, cooperativa, cooperação, de cooperação, cooperativas
Μεταφράσεις: cooperativo, cooperativa, cooperação, de cooperação, cooperativas