Συνεργάσιμος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: συνεργάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
соработка, кооперативни, кооперативен, кооперативно, кооперативна
Συνεργάσιμος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεργάσιμος

συνεργάσιμος στα αγγλικά, συνεργάσιμος δανειολήπτης, συνεργάσιμος μετάφραση, συνεργάσιμος english, συνεργάσιμος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, συνεργάσιμος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • συνεπώς στα σλαβομακεδονικά - Како резултат на тоа, следствено, Како последица на тоа, следствено на тоа
  • συνεργάζομαι στα σλαβομακεδονικά - соработуваат, да соработуваат, соработува, соработка, соработуваме
  • συνεργάτης στα σλαβομακεδονικά - придонесувач, соработник, контрибутор, автор, придонесува
  • συνεργασία στα σλαβομακεδονικά - соработка, соработката, за соработка, на соработката
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάσιμος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: соработка, кооперативни, кооперативен, кооперативно, кооперативна