Τράβηγμα στα ολλανδικά
Μετάφραση: τράβηγμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
rukken, tappen, trekken, tekening, tekenen, tekening van, tekeningen, drawing
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τράβηγμα
τράβηγμα μυών, τράβηγμα στον προσαγωγό, τράβηγμα πίσω από το γόνατο, τράβηγμα στη γάμπα, τράβηγμα στη γάμπα αντιμετωπιση, τράβηγμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τράβηγμα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τούρλα στα ολλανδικά - Tourla
- τούφα στα ολλανδικά - bosje, toef, kuifje, kuif, pluk
- τράνταγμα στα ολλανδικά - schok, ruk, schokken, stoot, jolt
- τράπεζα στα ολλανδικά - boord, waterkant, oever, wal, bank, walkant, kant, ...
Τυχαίες λέξεις
Τράβηγμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: rukken, tappen, trekken, tekening, tekenen, tekening van, tekeningen, drawing
Μεταφράσεις: rukken, tappen, trekken, tekening, tekenen, tekening van, tekeningen, drawing