Φαρμακερός στα ολλανδικά

Μετάφραση: φαρμακερός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
giftig, venomed
Φαρμακερός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: φαρμακερός

φαρμακερός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, φαρμακερός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • φαρδύς στα ολλανδικά - breed, royaal, breedvoerig, groot, ruim, uitgebreid, uitgestrekt, ...
  • φαρμακείο στα ολλανδικά - apotheek, farmacie, artsenijbereidkunde, de farmacie, apotheken, de apotheek
  • φαρμακευτικός στα ολλανδικά - medicijn, artsenij, geneesmiddel, farmaceutisch, farmaceutische, de farmaceutische, geneesmiddelen, ...
  • φαρμακοποιός στα ολλανδικά - farmaceut, chemicus, apotheker, scheikundige, apotheek, apothecary, apothecary apotheek, ...
Τυχαίες λέξεις
Φαρμακερός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: giftig, venomed