Όσιος στα ολλανδικά
Μετάφραση: όσιος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geheiligd, sacraal, gezegend, zalig, gezegende, de zalige, Blessed
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όσιος
όσιος εφραίμ νέας μάκρης, όσιος πατάπιος λουτράκι, όσιος εφραίμ ο σύρος, όσιος σεραφείμ του σάρωφ, όσιος δαβίδ θεσσαλονίκη, όσιος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, όσιος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- όρος στα ολλανδικά - vakterm, conditie, monteren, berg, voorwaarde, zetten, bepaling, ...
- όροφος στα ολλανδικά - verdieping, étage, vloer, etage, grond, de vloer
- όσχεο στα ολλανδικά - scrotum, balzak, het scrotum, de balzak
- όταν στα ολλανδικά - als, terwijl, toen, wanneer, bij, bij het
Τυχαίες λέξεις
Όσιος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geheiligd, sacraal, gezegend, zalig, gezegende, de zalige, Blessed
Μεταφράσεις: geheiligd, sacraal, gezegend, zalig, gezegende, de zalige, Blessed