Όσιος στα πολωνικά
Μετάφραση: όσιος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
religijny, poświęcony, sakralny, święty, błogosławiony, Najświętsza, Błogosławiona, błogosławieni, Błogosławionego
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όσιος
όσιος εφραίμ νέας μάκρης, όσιος πατάπιος λουτράκι, όσιος εφραίμ ο σύρος, όσιος σεραφείμ του σάρωφ, όσιος δαβίδ θεσσαλονίκη, όσιος λεξικό γλώσσας πολωνικά, όσιος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- όρος στα πολωνικά - określenie, pojęcie, wspinać, termin, szczyt, przyłączyć, stosunek, ...
- όροφος στα πολωνικά - posadzka, piętro, dno, piętrzenie, podłoga, klepisko, kondygnacja, ...
- όσχεο στα πολωνικά - moszna, moszny, scrotum, mosznie, mosznę
- όταν στα πολωνικά - wtedy, odkąd, kiedy, gdy, podczas, po
Τυχαίες λέξεις
Όσιος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: religijny, poświęcony, sakralny, święty, błogosławiony, Najświętsza, Błogosławiona, błogosławieni, Błogosławionego
Μεταφράσεις: religijny, poświęcony, sakralny, święty, błogosławiony, Najświętsza, Błogosławiona, błogosławieni, Błogosławionego