Όσιος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: όσιος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sacro, sagrado, santo, abençoado, bendito, Santíssima, Santíssimo, Blessed
Όσιος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: όσιος

όσιος εφραίμ νέας μάκρης, όσιος πατάπιος λουτράκι, όσιος εφραίμ ο σύρος, όσιος σεραφείμ του σάρωφ, όσιος δαβίδ θεσσαλονίκη, όσιος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, όσιος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • όρος στα πορτογαλικά - termo, serra, vocábulo, mudar, estipulação, montanhas, tergiversar, ...
  • όροφος στα πορτογαλικά - inundar, assoalho, soalho, andar, inundação, pavimento, banhar, ...
  • όσχεο στα πορτογαλικά - escroto, scrotum, bolsa escrotal, saco escrotal, escrotal
  • όταν στα πορτογαλικά - roda, quando, ao, em, que
Τυχαίες λέξεις
Όσιος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sacro, sagrado, santo, abençoado, bendito, Santíssima, Santíssimo, Blessed