Βαριά στα ουγγρικά
Μετάφραση: βαριά, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
súlyosan, nagyon, erősen, nagymértékben, erőteljesen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαριά
βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει, βαριά βιομηχανία, βαριά πόδια, βαριά ποτά βαριά τσιγαρά - γλυκερία, βαριά ποτά βαριά τσιγάρα, βαριά λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βαριά στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- βαρεμάρα στα ουγγρικά - unatkozás, unalom, az unalom, unalomba, unalmat, unalomtól
- βαρετός στα ουγγρικά - tompa, untató, talajfúrás, fárasztó, unalmas, fáradságos, a fárasztó
- βαρυσήμαντος στα ουγγρικά - súlyos, nyomós, súlyosabb, horderejű, fajsúlyos
- βαρόνος στα ουγγρικά - báró, Baron, bárói, bárónak, bárót
Τυχαίες λέξεις
Βαριά στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: súlyosan, nagyon, erősen, nagymértékben, erőteljesen
Μεταφράσεις: súlyosan, nagyon, erősen, nagymértékben, erőteljesen