Βαριά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: βαριά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pesadamente, fortemente, muito, altamente, bastante
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βαριά
βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει, βαριά βιομηχανία, βαριά πόδια, βαριά ποτά βαριά τσιγαρά - γλυκερία, βαριά ποτά βαριά τσιγάρα, βαριά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βαριά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- βαρεμάρα στα πορτογαλικά - tédio, o tédio, aborrecimento, enfado, boredom
- βαρετός στα πορτογαλικά - obtuso, enfadonho, duque, perfuração, aborrecido, cansativo, fastidioso, ...
- βαρυσήμαντος στα πορτογαλικά - pesado, importante, peso, pesada, de peso
- βαρόνος στα πορτογαλικά - barão, Baron, o Barão, barão da, barão do
Τυχαίες λέξεις
Βαριά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pesadamente, fortemente, muito, altamente, bastante
Μεταφράσεις: pesadamente, fortemente, muito, altamente, bastante