Βυθίζω στα ουγγρικά

Μετάφραση: βυθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
mosdókagyló, mosogató, mélyfúrás, mosdó, mosdóval, mosogatóba
Βυθίζω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βυθίζω

βυθίζω συνώνυμο, βυθίζω συνώνυμα, βυθίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, βυθίζω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • βυζί στα ουγγρικά - cinke, mellbimbó, cinege, csöcs, tit, szemet, cici
  • βυθίζομαι στα ουγγρικά - mosogató, mélyfúrás, mosdókagyló, mosdó, mosdóval, mosogatóba
  • βυθοκόρος στα ουγγρικά - verem, bunker, kotrógép, cukorszóró, dredger, porcukorszóró, kotró
  • βυθομέτρηση στα ουγγρικά - mélységmérés, kopogtatás, hangzatos, hangzás, hangmérés, hangzó, hangzású, ...
Τυχαίες λέξεις
Βυθίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: mosdókagyló, mosogató, mélyfúrás, mosdó, mosdóval, mosogatóba