Βυθίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: βυθίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
раковина, мушля, умивальник
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βυθίζω
βυθίζω συνώνυμο, βυθίζω συνώνυμα, βυθίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, βυθίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- βυζί στα ουκρανικά - синиця, синица
- βυθίζομαι στα ουκρανικά - раковина, мушля, умивальник
- βυθοκόρος στα ουκρανικά - хопер, стрибун, самоскид, земснаряд
- βυθομέτρηση στα ουκρανικά - гучний, порожній, порожньої, пустій, пустий, звучання, звук
Τυχαίες λέξεις
Βυθίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: раковина, мушля, умивальник
Μεταφράσεις: раковина, мушля, умивальник