Βυθίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: βυθίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мијалник, потоне, мијалникот, тонат, лавабото
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βυθίζω
βυθίζω συνώνυμο, βυθίζω συνώνυμα, βυθίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, βυθίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- βυζί στα σλαβομακεδονικά - мило, девојче, цица, синигер, Конче
- βυθίζομαι στα σλαβομακεδονικά - мијалник, потоне, мијалникот, тонат, лавабото
- βυθοκόρος στα σλαβομακεδονικά - багер, прочистувач, драга
- βυθομέτρηση στα σλαβομακεδονικά - труба, звукот, се огласува, резонатор, звучи
Τυχαίες λέξεις
Βυθίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: мијалник, потоне, мијалникот, тонат, лавабото
Μεταφράσεις: мијалник, потоне, мијалникот, тонат, лавабото