Βυθίζω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: βυθίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dissipador, afundar, única, pia, dissipador de, lavatório, sink
Βυθίζω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βυθίζω

βυθίζω συνώνυμο, βυθίζω συνώνυμα, βυθίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, βυθίζω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • βυζί στα πορτογαλικά - cavalinho, teta, chapim, melharuco, tit
  • βυθίζομαι στα πορτογαλικά - afundar, única, dissipador, pia, dissipador de, lavatório, sink
  • βυθοκόρος στα πορτογαλικά - draga, dredger, draga de, rebocador, A draga
  • βυθομέτρηση στα πορτογαλικά - auscultação, som, sonoro, soando, soar
Τυχαίες λέξεις
Βυθίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: dissipador, afundar, única, pia, dissipador de, lavatório, sink