Εποχή στα ουγγρικά
Μετάφραση: εποχή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
éra, életkor, kor, évad, idény, szezon, szezonban, a szezonban
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εποχή
εποχή του χαλκού, εποχή δημιουργίας, εποχή συνώνυμα, εποχή φράουλας, εποχή μπαρόκ, εποχή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εποχή στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- επουσιώδης στα ουγγρικά - lényegtelen, immateriális, jelentéktelen, anyagtalan
- εποφθαλμιώ στα ουγγρικά - megkíván, kívánd, kívánd a, kívánjad
- εποχικός στα ουγγρικά - szezonalitást, szezonalitás, a szezonalitás, szezonális jelleg, szezonalitása
- επτά στα ουγγρικά - hét, hetes, a hét, seven
Τυχαίες λέξεις
Εποχή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: éra, életkor, kor, évad, idény, szezon, szezonban, a szezonban
Μεταφράσεις: éra, életkor, kor, évad, idény, szezon, szezonban, a szezonban