Εποχή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εποχή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idade, quadra, envelhecer, época, temporada, estação, temporada de, época de
Εποχή στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχή

εποχή του χαλκού, εποχή δημιουργίας, εποχή συνώνυμα, εποχή φράουλας, εποχή μπαρόκ, εποχή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εποχή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • επουσιώδης στα πορτογαλικά - imaterial, seguir, imitar, irrelevante, imateriais, indiferente, insignificante
  • εποφθαλμιώ στα πορτογαλικά - cobiçar, cobiçam, cobiçarás, covet, cobiçarás a
  • εποχικός στα πορτογαλικά - sazonalidade, a sazonalidade, sazonal, da sazonalidade, sazonalidade do
  • επτά στα πορτογαλικά - estabelecimento, sete, ajuste, de sete, sete anos
Τυχαίες λέξεις
Εποχή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: idade, quadra, envelhecer, época, temporada, estação, temporada de, época de