Εποχή στα δανικά

Μετάφραση: εποχή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
periode, alder, tidsalder, epoke, alderstrin, årstid, sæson, sæsonen, grundspillet
Εποχή στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εποχή

εποχή του χαλκού, εποχή δημιουργίας, εποχή συνώνυμα, εποχή φράουλας, εποχή μπαρόκ, εποχή λεξικό γλώσσας δανικά, εποχή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επουσιώδης στα δανικά - uvæsentlig, uvæsentligt, irrelevant, immateriel, uvæsentlige
  • εποφθαλμιώ στα δανικά - begære, begærer, tragte efter, begjere, tragte
  • εποχικός στα δανικά - sæsonudsving, sæsonbetingede udsving, saesonbestemt, er saesonbestemt, sæsonbetonet
  • επτά στα δανικά - syv, på syv, seven
Τυχαίες λέξεις
Εποχή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: periode, alder, tidsalder, epoke, alderstrin, årstid, sæson, sæsonen, grundspillet