Ναυάγιο στα ουγγρικά
Μετάφραση: ναυάγιο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hajótörés, hajóroncs, elsüllyedéséről, hajótörése, hajótörést
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ναυάγιο
ναυάγιο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ναυάγιο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ναρκωμένος στα ουγγρικά - elzsibbadt, zsibbadt, zsibbad, dermedt, érzéketlen
- ναρκωτικό στα ουγγρικά - gyógyáru, drog, kábítószer, gyógyszer, a kábítószer
- ναυαγοσώστης στα ουγγρικά - testőr, strandőr, mentő, lifeguard, életmentő
- ναυαγώ στα ουγγρικά - adományozó, alapító, mélyfúrás, olvasztár, mosogató, patagyulladás, mosdókagyló, ...
Τυχαίες λέξεις
Ναυάγιο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: hajótörés, hajóroncs, elsüllyedéséről, hajótörése, hajótörést
Μεταφράσεις: hajótörés, hajóroncs, elsüllyedéséről, hajótörése, hajótörést