Ναυάγιο στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ναυάγιο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
naufrágio, shipwreck, naufrágios, naufrágio do, navio naufragado
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ναυάγιο
ναυάγιο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ναυάγιο στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ναρκωμένος στα πορτογαλικά - entorpecido, dormente, paralisado, dormentes, entorpecida
- ναρκωτικό στα πορτογαλικά - drogar, afogar, droga, abismar-se, narcótico, medicamento, drogas, ...
- ναυαγοσώστης στα πορτογαλικά - salva-vidas, lifeguard, vigiada, do lifeguard
- ναυαγώ στα πορτογαλικά - dissipador, única, afundar, náufrago, jogar fora, lançar fora, rejeitou o, ...
Τυχαίες λέξεις
Ναυάγιο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: naufrágio, shipwreck, naufrágios, naufrágio do, navio naufragado
Μεταφράσεις: naufrágio, shipwreck, naufrágios, naufrágio do, navio naufragado