Ναυάγιο στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ναυάγιο, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бродолом, бродоломот, брод, преживеала бродолом, бродска
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ναυάγιο
ναυάγιο λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ναυάγιο στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ναρκωμένος στα σλαβομακεδονικά - вцепенен, вкочанети, Неми, занемен, вкочанетост
- ναρκωτικό στα σλαβομακεδονικά - дрога, на дрога, дрогата, лек, лекот
- ναυαγοσώστης στα σλαβομακεδονικά - телохранители, спасител
- ναυαγώ στα σλαβομακεδονικά - растура, расфрлуваат, отфрлено, отфрли, отфрлени
Τυχαίες λέξεις
Ναυάγιο στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: бродолом, бродоломот, брод, преживеала бродолом, бродска
Μεταφράσεις: бродолом, бродоломот, брод, преживеала бродолом, бродска