Συγκρούομαι στα ουγγρικά
Μετάφραση: συγκρούομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összeütközik, zuhan, robaj
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συγκρούομαι
συγκρούομαι συνωνυμα, συγκρούομαι στα αγγλικά, συγκρούομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, συγκρούομαι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- συγκρίσιμος στα ουγγρικά - összehasonlítható, hasonló, összehasonlíthatók, hasonlítható, összevethető
- συγκροτώ στα ουγγρικά - összeállít, alkotó, komponálni, komponálja, komponálja meg
- συγκρούω στα ουγγρικά - összecsapás, összecsapása, összeütközés, összecsapást, összecsapását
- συγκρότημα στα ουγγρικά - összetett, komplex, bonyolult, komplexum, területen
Τυχαίες λέξεις
Συγκρούομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: összeütközik, zuhan, robaj
Μεταφράσεις: összeütközik, zuhan, robaj