Συγκρούομαι στα πορτογαλικά

Μετάφραση: συγκρούομαι, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chocar, Hurtle, Hurtle em, bater contra, estalar
Συγκρούομαι στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συγκρούομαι

συγκρούομαι συνωνυμα, συγκρούομαι στα αγγλικά, συγκρούομαι λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, συγκρούομαι στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • συγκρίσιμος στα πορτογαλικά - comparável, comparáveis, semelhante, similar, equivalente
  • συγκροτώ στα πορτογαλικά - constituir, compor, constitua, compõem, componha, escrever, compõe
  • συγκρούω στα πορτογαλικά - choque, conflito, confronto, embate, clash
  • συγκρότημα στα πορτογαλικά - grupo, terras, turma, agrupar, complexo, complexa, complexo de, ...
Τυχαίες λέξεις
Συγκρούομαι στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: chocar, Hurtle, Hurtle em, bater contra, estalar