Ακμαίος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ακμαίος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самодіяльний, енергійний, ввімкнути, активний, процвітаючий, процвітаюче, успішний, процвітає
Ακμαίος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακμαίος

ακμαίος συνώνυμο, ακμαίος συνωνυμα, ακμαίος λεξικο, ακμαίος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακμαίος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ακμάζω στα ουκρανικά - процвітання, буяти, квітнути, присмак, цвісти, цвітіння, розквіта
  • ακμή στα ουκρανικά - верхівка, кульмінація, акне
  • ακοή στα ουκρανικά - заслуховування, слух, слухання, чутка, чутки, чутку
  • ακοινώνητος στα ουκρανικά - некомпанійський, відлюдний, нелюдимий, відлюдькуватий, відлюдкуватий, вовчкувате
Τυχαίες λέξεις
Ακμαίος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: самодіяльний, енергійний, ввімкнути, активний, процвітаючий, процвітаюче, успішний, процвітає