Ακμαίος στα τσεχικά
Μετάφραση: ακμαίος, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
aktivní, čilý, působivý, účinný, činný, kvetoucí, prosperující, vzkvétající, rozkvět, vzkvétajícím
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακμαίος
ακμαίος συνώνυμο, ακμαίος συνωνυμα, ακμαίος λεξικο, ακμαίος λεξικό γλώσσας τσεχικά, ακμαίος στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ακμάζω στα τσεχικά - prospívat, tuš, kvést, vzkvétat, prosperovat, květ, rozkvete, ...
- ακμή στα τσεχικά - vrcholek, vrchol, akné, akne, acne
- ακοή στα τσεχικά - výslech, projednání, sluch, poslouchání, poslech, slyšení, vyslechnutí, ...
- ακοινώνητος στα τσεχικά - nespolečenský
Τυχαίες λέξεις
Ακμαίος στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: aktivní, čilý, působivý, účinný, činný, kvetoucí, prosperující, vzkvétající, rozkvět, vzkvétajícím
Μεταφράσεις: aktivní, čilý, působivý, účinný, činný, kvetoucí, prosperující, vzkvétající, rozkvět, vzkvétajícím