Ακμαίος στα τούρκικα
Μετάφραση: ακμαίος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
faal, etkin, aktif, bayındır, gelişen, gelişen bir, ongun, gelişmekte olan
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακμαίος
ακμαίος συνώνυμο, ακμαίος συνωνυμα, ακμαίος λεξικο, ακμαίος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ακμαίος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ακμάζω στα τούρκικα - çiçek, çiçeklenme, bloom, bahar, blum
- ακμή στα τούρκικα - doruk, zirve, akne, sivilce, acne
- ακοή στα τούρκικα - işitme, duyma, dinledikten, haber
- ακοινώνητος στα τούρκικα - çekingen, unsociable, candidly, asosyal, insanlardan uzak durmak
Τυχαίες λέξεις
Ακμαίος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: faal, etkin, aktif, bayındır, gelişen, gelişen bir, ongun, gelişmekte olan
Μεταφράσεις: faal, etkin, aktif, bayındır, gelişen, gelişen bir, ongun, gelişmekte olan