Ανυπακοή στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανυπακοή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непокірний, непослух, неслухняність, непослух прийняли, непокору
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανυπακοή
πολιτική ανυπακοή, ανυπακοή παιδιών, παιδική ανυπακοή, πολιτικής ανυπακοή, αγία ανυπακοή, ανυπακοή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανυπακοή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αντοχή στα ουκρανικά - перешкоджати, опиратися, протистояти, відбивати, мужність, терпимість, толерантність, ...
- ανυπάκουος στα ουκρανικά - неслухняний, непокірний, неслухняна
- ανυπεράσπιστος στα ουκρανικά - уразливий, незахищений, беззахисний, беззахисна, беззахисне, безборонний, безпорадний
- ανυπομονησία στα ουκρανικά - місити, нетерпіння, нетерплячка, нетерплячість, нетерплячку, нетерпінням
Τυχαίες λέξεις
Ανυπακοή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: непокірний, непослух, неслухняність, непослух прийняли, непокору
Μεταφράσεις: непокірний, непослух, неслухняність, непослух прийняли, непокору