Ανυπακοή στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανυπακοή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
desobediência, a desobediência, da desobediência, de desobediência
Ανυπακοή στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανυπακοή

πολιτική ανυπακοή, ανυπακοή παιδιών, παιδική ανυπακοή, πολιτικής ανυπακοή, αγία ανυπακοή, ανυπακοή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανυπακοή στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αντοχή στα πορτογαλικά - resistência, resistir, imunidade, oposição, resistência à, a resistência, de resistência, ...
  • ανυπάκουος στα πορτογαλικά - desobediente, desobedientes, rebeldes, desobediência, disobedient
  • ανυπεράσπιστος στα πορτογαλικά - sem defesa, desprotegido, indefeso, indefesa, indefesos
  • ανυπομονησία στα πορτογαλικά - impaciência, a impaciência, impaciente, impatience
Τυχαίες λέξεις
Ανυπακοή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: desobediência, a desobediência, da desobediência, de desobediência