Απερίσκεπτος στα ουκρανικά
Μετάφραση: απερίσκεπτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
глухою, непрохідний, декламування, глухий, глухої, безглуздий, шахраї, необачний, глухій, нерозважливий, необдуманий, неуважний, неуважна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απερίσκεπτος
απερίσκεπτος σημασια, απερίσκεπτος συνώνυμο, απερίσκεπτος συνωνυμα, απερίσκεπτοσ τι σημαινει, απερίσκεπτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, απερίσκεπτος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- απελπισμένος στα ουκρανικά - зловісний, лютої, жахливий, злий, лютою, грізний, зневірений, ...
- απενεργοποιώ στα ουκρανικά - знесилити, калічити, знесилювати, непридатним, забороняти, заборонятиме
- απεργία στα ουκρανικά - вражати, запалювати, удар, добиватись, чеканити, страйк
- απεργοσπάστης στα ουκρανικά - стукач
Τυχαίες λέξεις
Απερίσκεπτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: глухою, непрохідний, декламування, глухий, глухої, безглуздий, шахраї, необачний, глухій, нерозважливий, необдуманий, неуважний, неуважна
Μεταφράσεις: глухою, непрохідний, декламування, глухий, глухої, безглуздий, шахраї, необачний, глухій, нерозважливий, необдуманий, неуважний, неуважна