Ασυντρόφευτος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ασυντρόφευτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самотній, asyntrofeftos
Ασυντρόφευτος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυντρόφευτος

ασυντρόφευτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ασυντρόφευτος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ασυναρτησίες στα ουκρανικά - белькотати, лепет, тарабарщина
  • ασυνεπής στα ουκρανικά - ненадійний, непослідовний, непослідовна
  • ασυνόδευτος στα ουκρανικά - несупроводжуваний, не супроводжується, не супроводжував, не супроводжує, не супроводжуються, не супроводжувався
  • ασφάλεια στα ουκρανικά - захищенні, неприборканий, безпечність, захист, схоронність, охороню, упевненість, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασυντρόφευτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: самотній, asyntrofeftos