Ασυντρόφευτος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ασυντρόφευτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sozinho, eremita, único, isolado, só, asyntrofeftos
Ασυντρόφευτος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυντρόφευτος

ασυντρόφευτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ασυντρόφευτος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ασυναρτησίες στα πορτογαλικά - balbuciar, balbucio, falatório, ruído, linguagem sem nexo, jargão, rabiscos, ...
  • ασυνεπής στα πορτογαλικά - inconsistente, incoerente, incompatível, inconsistentes, incompatíveis
  • ασυνόδευτος στα πορτογαλικά - desacompanhado, não acompanhado, não acompanhada, desacompanhada, desacompanhadas
  • ασφάλεια στα πορτογαλικά - salvaguardar, seguros, insultar, insulto, a, seguro, segurança, ...
Τυχαίες λέξεις
Ασυντρόφευτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sozinho, eremita, único, isolado, só, asyntrofeftos