Ασυντρόφευτος στα δανικά

Μετάφραση: ασυντρόφευτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
eneste, alene, ensom, isoleret, asyntrofeftos
Ασυντρόφευτος στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασυντρόφευτος

ασυντρόφευτος λεξικό γλώσσας δανικά, ασυντρόφευτος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ασυναρτησίες στα δανικά - volapyk, gibberish, nonsens, sludder
  • ασυνεπής στα δανικά - inkonsekvent, uforenelig, uforenelige, modstrid, i modstrid
  • ασυνόδευτος στα δανικά - uledsaget, uledsagede, uden ledsagelse, ledsaget, ledsagelse
  • ασφάλεια στα δανικά - sikkerhed, forsikring, sikkerheden, sikring, sikkerhedspolitik
Τυχαίες λέξεις
Ασυντρόφευτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: eneste, alene, ensom, isoleret, asyntrofeftos