Λοξοκοιτάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: λοξοκοιτάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
косоокість, loxokoitazo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λοξοκοιτάζω
λοξοκοιτάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, λοξοκοιτάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- λοξά στα ουκρανικά - скісно, криво, косо, скоса, похило, наклонно
- λοξοδρομώ στα ουκρανικά - збочення, відхилення, явний, явна, очевидний
- λοξός στα ουκρανικά - косий, скісний, непрямий, косо, набік, похилий, криво, ...
- λοξότητα στα ουκρανικά - косою, косий, косій, косого, косої
Τυχαίες λέξεις
Λοξοκοιτάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: косоокість, loxokoitazo
Μεταφράσεις: косоокість, loxokoitazo