Μερίδιο στα ουκρανικά
Μετάφραση: μερίδιο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поділяти, конати, вмирати, частина, розділитися, частка, доля
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μερίδιο
μερίδιο αγοράς, μερίδιο αγοράς κινητής τηλεφωνίας 2012, μερίδιο αγοράς κινητής τηλεφωνίας, μερίδιο των αγγέλων, μερίδιο αγοράς σταθερής τηλεφωνίας, μερίδιο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μερίδιο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- μενεξές στα ουκρανικά - несамовито, сильно, жорстоко, дуже-дуже, люто, фіолетовий, Пурпурний
- μερίδα στα ουκρανικά - співвідношення, порція, відношення, пропорція, обслуговування, шматок, подача, ...
- μεραρχία στα ουκρανικά - дивізія, роздягнув, частину, відділ, поділення, поділ, розділення, ...
- μεριά στα ουκρανικά - бік, борт, сторона
Τυχαίες λέξεις
Μερίδιο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: поділяти, конати, вмирати, частина, розділитися, частка, доля
Μεταφράσεις: поділяти, конати, вмирати, частина, розділитися, частка, доля