Γενναιότητα στα πολωνικά
Μετάφραση: γενναιότητα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
animusz, otucha, odwaga, męstwo, waleczność, bravery, odwagi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενναιότητα
γενναιότητα συνωνυμα, γενναιότητα λεξικό γλώσσας πολωνικά, γενναιότητα στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- γενναιόδωρα στα πολωνικά - rozrzutnie, hojnie, sowicie, wspaniałomyślnie, szczodrze, ofiarnie, wielkodusznie, ...
- γενναιόδωρος στα πολωνικά - szczodry, hojny, szczodrobliwy, ofiarny, wielkoduszny, wspaniałomyślny, szlachetny, ...
- γεννητικός στα πολωνικά - rodny, rozrodczy, generatywny, wytwórczy, rodzący
- γεννοβολώ στα πολωνικά - powodować, tworzyć, wypracowywać, wywoływać, generować, rodzić, rasa, ...
Τυχαίες λέξεις
Γενναιότητα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: animusz, otucha, odwaga, męstwo, waleczność, bravery, odwagi
Μεταφράσεις: animusz, otucha, odwaga, męstwo, waleczność, bravery, odwagi