Ένας στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ένας, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
um, uma, de um, se, alguém
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ένας
ένας πύργος στην ιταλία, ένας χωρισμός, ένας τρελός τρελός αεροπειρατής, ένας εχθρός του λαού, ένας κόμπος η χαρά μου, ένας λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ένας στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- έναρθρος στα πορτογαλικά - articular, articulateness, expressividade, poder de articulação
- έναρξη στα πορτογαλικά - começo, cometo, procedência, nascente, princípio, manancial, origem, ...
- έναστρος στα πορτογαλικά - estrelado, Starry, estrelada, estrelado de, estrelado do
- ένδεια στα πορτογαλικά - derrame, pobreza, carência, neediness, carências, a carência, necessidades básicas
Τυχαίες λέξεις
Ένας στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: um, uma, de um, se, alguém
Μεταφράσεις: um, uma, de um, se, alguém