Αναψυχή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αναψυχή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
recreio, distracção, recreação, de recreação, recriação, de lazer
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναψυχή
αναψυχή συνωνυμα, αναψυχή στο δάσος, αναψυχή ορισμός, αναψυχή συνωνυμο, αναψυχή βικιπαιδεια, αναψυχή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναψυχή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναχρονιστικός στα πορτογαλικά - anacrônico, anacrônica, anacrónica, anacrónico, anacrônicas
- αναχώρηση στα πορτογαλικά - departamento, partida, saída, de saída, de partida, da partida
- ανεβάζω στα πορτογαλικά - push up, empurre para cima, empurrar para cima, elevar
- ανεβαίνω στα πορτογαλικά - montanha, montanhas, escalada, mudar, alar, monte, serra, ...
Τυχαίες λέξεις
Αναψυχή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: recreio, distracção, recreação, de recreação, recriação, de lazer
Μεταφράσεις: recreio, distracção, recreação, de recreação, recriação, de lazer