Ανησυχία στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανησυχία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coisa, desânimo, desalojar, zelo, preocupação, interesse, concernir, assunto, negócio, questão, interessar, caso, causa, cuidado, preocupações, a preocupação, preocupação de
Ανησυχία στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανησυχία

ανησυχία για μεγάλο σεισμό στην ελλάδα, ανησυχία στα πόδια, ανησυχία λόγω αποχωρισμού, ανησυχία βρέφους, ανησυχία ράντου παπακωνσταντίνου, ανησυχία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανησυχία στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανηθικότητα στα πορτογαλικά - virtude, vibração, perversão, vício, imoralidade, a imoralidade, da imoralidade, ...
  • ανηλεής στα πορτογαλικά - impiedoso, implacável, cruel, impiedosa, cruéis
  • ανησυχώ στα πορτογαλικά - desgastado, preocupação, preocupar, afligir, preocupar-se, se preocupe, preocupe
  • ανηφορικός στα πορτογαλικά - ladeira acima, morro acima, subida, uphill, a colina
Τυχαίες λέξεις
Ανησυχία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: coisa, desânimo, desalojar, zelo, preocupação, interesse, concernir, assunto, negócio, questão, interessar, caso, causa, cuidado, preocupações, a preocupação, preocupação de