Απασχολώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απασχολώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ocupado, agitado, ocupada, movimentada, ocupados
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απασχολώ
απασχολώ στα αγγλικά, απασχολώ λεξικό, απασχολώ english, απασχολώ συνώνυμα, απασχολώ αγγλικα, απασχολώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απασχολώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απαστράπτω στα πορτογαλικά - alargamento, labareda, chama, surto, queimador
- απασχολημένος στα πορτογαλικά - ocupado, agitado, ocupada, movimentada, ocupados
- απασχόληση στα πορτογαλικά - emprego, trabalho, de emprego, o emprego, do emprego
- απατεώνας στα πορτογαλικά - trafulha, trapaceiro, curva, bandido, cajado
Τυχαίες λέξεις
Απασχολώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: ocupado, agitado, ocupada, movimentada, ocupados
Μεταφράσεις: ocupado, agitado, ocupada, movimentada, ocupados