Απλουστεύω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απλουστεύω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simplificar, simplificar a, simplificação, simplificam, simplificar o
Απλουστεύω στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απλουστεύω

απλουστεύω συνωνυμο, απλουστεύω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απλουστεύω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απλοποίηση στα πορτογαλικά - simplificação, a simplificação, de simplificação, simplificar, da simplificação
  • απλοποιώ στα πορτογαλικά - simplificar, simples, aplopoio
  • απλοχέρης στα πορτογαλικά - dado de bom grado, incansável
  • απλοϊκός στα πορτογαλικά - fácil, simpleminded, simplório, simplória, simplista, simplistas
Τυχαίες λέξεις
Απλουστεύω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: simplificar, simplificar a, simplificação, simplificam, simplificar o