Εύσωμος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: εύσωμος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
história, andar, corpulento, portly, imponente, corpulenta
Εύσωμος στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εύσωμος

εύσωμος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εύσωμος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • εύστροφος στα πορτογαλικά - ágil, vivo, alerta, animado, matreiro, astuto, Shifty, ...
  • εύσχημος στα πορτογαλικά - provável, especioso, capcioso, ilusório, ilusória, especiosa
  • εύφλεκτος στα πορτογαλικά - inflamável, chama, inflamáveis, flammable, Facilmente inflamável
  • εύχομαι στα πορτογαλικά - pretender, sábio, querer, desejo, pretensão, desejar, anseio, ...
Τυχαίες λέξεις
Εύσωμος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: história, andar, corpulento, portly, imponente, corpulenta