Κοινότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: κοινότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comunidade, profissão, comunidade de, da comunidade, comunitário, comunitária
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοινότητα
κοινότητα συνώνυμα, κοινότητα σαμαρίνας, κοινότητα των άμις, κοινότητα αφγανών, κοινότητα λογιστών, κοινότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κοινότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- κοινόβιο στα πορτογαλικά - prioridade, priorato, Priory, priorado, convento
- κοινός στα πορτογαλικά - vulgar, publicação, parque, trivial, público, junção, estacionamento, ...
- κοινότυπος στα πορτογαλικά - trivial, banal, vulgar, trite, banais
- κοινώς στα πορτογαλικά - geralmente, comumente, normalmente, vulgarmente, comum
Τυχαίες λέξεις
Κοινότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: comunidade, profissão, comunidade de, da comunidade, comunitário, comunitária
Μεταφράσεις: comunidade, profissão, comunidade de, da comunidade, comunitário, comunitária